- ντελικάτος
- -η, -ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος -η, -ον)νεοελλ.1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός2. ευπαθής, φιλάσθενοςμσν.(για τρόφιμα) νόστιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός» < λατ. delicatus «τρυφερός, αβρός». Οι τ. με το -δ- (δελικάτος, διλικάτος) από υπεραστισμό].
Dictionary of Greek. 2013.